- δεκαπλασίως
- D0-0-0-1-0=1 DnLXX 1,20tenfold
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
δεκαπλασίως — δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl (doric) δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)